- κολοκυθόσπορος
- ο1. ο σπόρος τού καρπού τού φυτού κολοκυθιά2. ο πασατέμπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολοκυθόσπορος — ο τα σπέρματα του καρπού της κολοκυθιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασατέμπος — ο (λ. ιταλ.), κολοκυθόσπορος, αλλιώς σπόρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπόρια — τα 1. γενικά οι σπόροι: Κράτησε σπόρια από καρπούζι, για να τα σπείρει την επόμενη χρονιά. 2. κολοκυθόσπορος ή ηλιόσπορος καβουρντισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)